επανακλαγγάνω

επανακλαγγάνω
ἐπανακλαγγάνω (Α)
(για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπανακλαγγάνουσαι — ἐπανακλαγγάνω give tongue again and again pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”